Ξέρω ότι δείχνω ως ένα συνηθισμένο φλιτζανάκι που φωτογραφίζεται πάνω στο πιατελάκι του αλλά η ιστορία του δικού μου ταξιδιού άλλαξε την εμφάνισή μου πριν ένα χρόνο.
Το ταξίδι ξεκίνησε πριν πενήντα τρία χρόνια. Δεν ζούσα βέβαια τότε μα τα χρόνια που πέρασα μαζί της μου διηγήθηκαν όλα όσα κι εγώ θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω.
Δεκάχρονα παιδιά και οι δυο τον καιρό του πολέμου. Γράμματα έμαθαν. Εκείνος διαβάζοντας κάτω από το δέντρο που φύλαγε τα πρόβατα του πατέρα του - συγκεκριμένα τα ξένα πρόβατα που είχε αναλάβει η οικογένειά του προκειμένου να έχει στέγη και τροφή - και εκείνη από τον θείο της και δάσκαλο του μικρού χωριού που μεγάλωνε.
Κάτω από αντίξοες συνθήκες βρέθηκαν να κατοικούν στην ίδια πόλη. (συγκλονιστικές οι ιστορίες και των δυο που αποτελούν από μόνες τους ένα ολόκληρο κεφάλαιο η καθεμιά ).
Τα χρόνια περνούσαν και οι δυο νέοι δεν έτυχε να συναντηθούν.
Η μοίρα όμως είχε φτιαγμένο για εκείνους το καλύτερο σενάριο.
Ένα προξενιό τους ένωσε στην ηλικία των 30 χρόνων.
Από την πρώτη μέρα που έζησαν μαζί εκείνος έφτιαχνε το πρωινό τους καφεδάκι ( βγαίνοντας στην σύνταξη ανέλαβε και τον απογευματινό). Θα το έπιναν μαζί ή θα το άφηνε σκεπασμένο με ένα πανάκι στο τραπέζι της κουζίνας για να το βρει εκείνη όταν ξυπνήσει. Αυτό συνεχίστηκε για πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια.
Η μόνη τους διαφορά ήταν στα φλιτζάνια. Εκείνος πιστός στο παραδοσιακό λευκό και παχύ φλιτζάνι του ελληνικού καφέ, ενώ εκείνη προτιμούσε πάντα τα λουλουδάτα φλιτζάνια. Εγώ λοιπόν ήμουν το τελευταίο από ένα τέτοιο σετ φλιτζανιών.
Πριν ένα χρόνο εκείνη έφυγε!
Μέρες ολάκερες έμεινα πάνω στην βάση μου χωρίς κανένας να με ακουμπήσει.
Εκείνος δεν έφτιαχνε πια καφέ και ας τον παρακαλούσε η κόρη του -που μένουν στο ίδιο σπίτι- να πιούν μαζί ένα καφεδάκι.
Την ίδια άρνηση είχε κι όλο το διάστημα που εκείνη ήταν στο νοσοκομείο.
Το ίδιο έκανε κι εκείνη όταν ήταν στο νοσοκομείο εκείνος.
Πέρασαν μέρες. Δέκα πάνω κάτω.
Κι έφτασε εκείνο το πρωινό που ξυπνώντας η κόρη βλέπει στο τραπέζι της κουζίνας ένα φλιτζάνι σκεπασμένο με μια χαρτοπετσέτα. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε μεμιάς στο πρόσωπό της.
Ήταν σίγουρη πως είχε πιεί και ο πατέρας της.
Αυτό που δεν μπορούσε με τίποτα όμως να φανταστεί ήταν πως ο καφές του ήταν πια σερβιρισμένος μέσα σε μένα.
Στο φλιτζάνι της!